ριπολίνη — η (λ. γαλλ.), γυαλιστερή λαδομπογιά που ξεραίνεται γρήγορα: Βάψαμε τις πόρτες και τα παράθυρα με ριπολίνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ριπολίνα — η, Ν βλ. ριπολίνη … Dictionary of Greek