ριπολίνη

ριπολίνη
και ριπολίνα, η, Ν
χημ. εμπορική ονομασία ελαιοχρώματος καλής ποιότητας και μεγάλης στιλπνότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ριπολίνη — η (λ. γαλλ.), γυαλιστερή λαδομπογιά που ξεραίνεται γρήγορα: Βάψαμε τις πόρτες και τα παράθυρα με ριπολίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ριπολίνα — η, Ν βλ. ριπολίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”